ἀκρόπτερον

ἀκρόπτερον
ἀκρόπτερον
quill
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακρόπτερον — ἀκρόπτερον, το (Α) 1. η άκρη τού φτερού 2. το άκρο μιας παρατάξεως ή μιας ομάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + πτερόν] …   Dictionary of Greek

  • ἀκρόπτερα — ἀκρόπτερον quill neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”